ΚΑΤΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ, ΤΕΡΑΣ!

Ήτανε νέα,  γερή και χαρούμενη. Το ύπουλο τέρας είχε τρυπώσει κρυφά  στο σπίτι της. 

Συχνά, την καλούσε στο τζάκι να κάτσουν τα βράδια μαζί, να χαλαρώσουν μ’ ένα ποτάκι, ίσως και δύο και τρία καμιά φορά, της θύμιζε πόσο ωραίο ήταν το σπίτι της, πόσο γλυκιά η θαλπωρή και η ησυχία, της έβαζε ωραία τραγούδια, περνούσαν καλά… Καμιά φορά, την ξεσήκωνε να βγουν μαζί για σαματά, για χαμό, να μαζευτούν μπουλούκι με φίλους, να βγουν να γλεντήσουν… Μέσα στο χαμό, στους καπνούς των τσιγάρων και στα φώτα, κατάφερνε κι έκρυβε τα σουβλερά του δόντια, που κρυφά και ύπουλα τα έχωνε λίγο λίγο στις σάρκες της… 

Καμιά φορά, τις νύχτες, ξέσφιγγε την καλή του μάσκα  και γινόταν τρομακτικό, όπως στ’ αλήθεια ήταν. Πλησίαζε στο μαξιλάρι της και άρχιζε, χασκογελώντας σαδιστικά,  να τις ξεδιπλώνει τα χαρτιά με τα βάσανα σημειωμένα… Σιγά-σιγά η ανάσα της βάραινε,  βάραιναν και τα πόδια της και ένας κόμπος φούσκωνε θεαματικά μέσα στο λαρύγγι της. 

Ξυπνούσε κουρασμένη την άλλη μέρα, αδύναμη, κακόκεφη και πάρα πολύ ευέξαπτη. Σαν να μην γνώριζε τον εαυτό της, δεν της άρεσε και τον έκρυβε μέσα σε ατημέλητα ρούχα, σε ψεύτικες αγκαλιές, μέσα σε επιτηδευμένα αστεία, σε απατηλά ποτήρια, πίσω από θαμπά χαμόγελα… Έτσι, κουρασμένη και καταπονημένη, ανεξήγητα θλιμμένη, συχνά πετροβολούσε όποιον νόμιζε πως τις έφταιγε: μια το αφεντικό, μια τον αδιάφορο συνάδελφο, μια τη στριμμένη γειτόνισσα, μια τους ανίκανους άρχοντες, την άτιμη την κοινωνία… Όσο φώναζε και όσο γκρίνιαζε και όσο έβριζε, τόσο θόλωνε η σκέψη της, τόσο το βλέμμα της στρέφονταν προς τα έξω να βρει το γιατί,  αντί να ψάξει μέσα της, βαθιά στην ψυχή της… 

Και το ακατανόμαστο τέρας έτριβε τα χέρια του! Η Ωραία Κοιμωμένη δεν ξυπνούσε εύκολα από τον λήθαργο της μελαγχολίας… Ώσπου κάποτε, ανήσυχη άρχισε να αναζητά κάποιον πρίγκιπα να τη σώσει από το τέρας… Άργησε να καταλάβει πόσο κακό της είχε κάνει, δουλεύοντας υποχθόνια τόσον καιρό… Περίμενε, καρτερούσε τον όμορφο  πρίγκιπα που θα ερχόταν με άλογο και λουλούδια να τη φιλήσει!  Η ζωή της έδειξε με σκληρότητα  ότι άλλο έπρεπε να περιμένει: ο πρίγκιπας φαινόταν να έρχεται,  φέρνοντας φίλτρα μαγικά σε κουτάκια και μπουκαλάκια.  Δεν όρμησε να τη φιλήσει. Πότε τη χτυπούσε απαλά στην πλάτη, πότε της κρατούσε σφιχτά το χέρι, πότε της ψιθύριζε ξόρκια θάρρους.  Με αργές κινήσεις, άρχισε με προσοχή να την τραβά από τα δίχτυα του τέρατος, που με τα χρόνια την είχαν τυλίξει σαν ένας γκρίζος χνουδωτός ιστός. 

Οι αγαπημένοι της φίλοι με μια ευχή στο στόμα και μια προσευχή στην καρδιά περιμένουν να την ξαναγκαλιάσουν. Ξορκίζουν το τέρας να την αφήσει ήσυχη. Διάβασαν το όνομά του στο λεξικό: «ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ»: τέρας απειλητικό, ανελέητο, τυραννικό, αλλά όχι ανίκητο. Αποφάσισαν να του κόψουν τον αέρα, να του δείξουν περιφρόνηση. Με τα χέρια τους ενωμένα, με κεριά αναμμένα, σε μια πλαγιά σκαρφαλωμένοι, του φωνάζουν από ψηλά:

«Τέρας, λίγα τα ψωμιά σου! Σε ποιο παραμύθι το ’δες, να νικά το κακό;»





 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις