Πάσχα με τον αξέχαστο παπά-Μανώλη

 Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες δε γίνεται να μη θυμηθώ τον παππού μου, τον μακαριστό Παπά – Μανώλη από το Σάσαλο, μια κουκίδα στο κέντρο της επαρχίας Κισσάμου του νομού Χανίων. Ο παπά-Μανώλης υπηρέτησε όλα τα χρόνια στις εκκλησίες του Σασάλου μέχρι τα βαθιά του γεράματα, για πολύ καιρό αφότου είχε βγει στη σύνταξη. 

Η ιδιομορφία των χωριών σε εκείνα τα απόκρημνα, άγρια μέρη, είναι ότι είναι χτισμένα σε μικρές γειτονιές, μακριά η μια από την άλλη, έτσι που να δείχνουν σα χωριστά χωριά. Η κάθε «γειτονιά» και μια εκκλησία, ίσως και κάποιο ξωκλήσι, ίσως και ναό στα κοιμητήρια… (Σήμερα, ίσως οι εκκλησίες να είναι πιο πολλές από τους εναπομείναντες κατοίκους…) Οι γειτονιές αυτές μπορεί να απέχουν και 3 χιλιόμετρα μεταξύ τους, εννοείται χωματόδρομος, να μην πω κατσικόδρομος…

Θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια που κατεβαίναμε στο Σάσαλο για Πάσχα. Ο παππούς πιστός στο καθήκον, δεν παρέλειπε ποτέ καμιά ακολουθία της Μεγάλης Εβδομάδας, πρωί και βράδυ. Κάθε μέρα και σε άλλο χωριό- γειτονιά. Πότε είχε ψάλτη και πότε όχι, οπότε αναλάμβανε ο ίδιος και τους δυο ρόλους. Δεν άφησε ποτέ αλειτούργητους τους ελάχιστους χωριανούς. 

(Αναπολούμε συχνά ένα περιστατικό αστείο για εμάς, κάποιο απόγευμα Μεγάλης Τρίτης: Μεταφέραμε τον παππού με το αυτοκίνητό μας στο παραδιπλανό χωριό – πολυτέλεια, αν σκεφτείς ότι τον υπόλοιπο καιρό πήγαινε με το μουλάρι! Φτάνοντας, και αφού ετοιμάστηκε και ετοίμασε το εκκλησάκι, πήγε να χτυπήσει την καμπάνα. Από τα χρόνια και την πολυκαιρία όμως, κόπηκε το σκοινί και δε γινόταν να χτυπήσει την καμπάνα και να ακούσουν οι χωριανοί ότι εκείνη τη μέρα θα λειτουργούσε στο δικό τους χωριό. Μιας και τα σπίτια εκεί είναι χτισμένα σε απόσταση το ένα από το άλλο, επέλεξε να ειδοποιήσει την πιο κοντινή γειτόνισσα κι εκείνη με τη σειρά της τους άλλους. Ανέβηκε λοιπόν ο παππά Μανώλης σε ένα βραχάκι και, με τη χαρακτηριστική κρητική προφορά του και διάλεκτο, φώναξε με όλη του τη δύναμη προς το σπίτι της γειτόνισσας: «Ειρήνη! Ειρήνη! Εκόπητσε το στσοινί τση καμπάνας τσε δε μπορούμε να την επαίξομε!!» Δε χρειάζεται να περιγράψω τα γέλια που κάναμε εμείς τα παιδιά…)

Το πιο σημαντικό όμως ήταν κάθε Μεγάλο Σάββατο. Ήθελε ο μακαριστός να κάνουν Ανάσταση όσοι περισσότεροι ενορίτες του γινόταν, κι έτσι έκανε το εξής απίστευτο: Πρώτη Ανάσταση στο ένα χωριό το πρωί του Μεγ. Σαββάτου. Νωρίς το απόγευμα, την ακολουθία της Ανάστασης σε ένα δεύτερο χωριό. Τα μεσάνυχτα την Αναστάσιμη θεία λειτουργία σε τρίτο χωριό. Και στη συνέχεια, μετά το τέλος κι ενώ εμείς γυρίζαμε στο σπίτι για τη μαγειρίτσα, εκείνος πήγαινε και στην τέταρτη γειτονιά, για μια ακόμα Ανάσταση! Φυσικά, αν κάποια χρονιά δεν πηγαίναμε για να τον βοηθάμε, πήγαινε πότε με ζώο και πότε περπατώντας από χωριό σε χωριό! Να συμπληρώσω ακόμη ότι με ευλάβεια λειτουργούσε και δεν επέτρεπε παραλείψεις και περικοπές «για να τελειώνουμε»! 

Δεν ξέρω ούτε και τότε ούτε και σήμερα αν το κάνουν και άλλοι ιερείς σε παρόμοιες άγονες περιοχές. Δεν ξέρω καν αν το ζητάει ο κόσμος πια. Είμαι όμως πάρα πολύ περήφανη για τον παππού μου και μένω πιστή θαυμάστρια για τον ευσυνειδησία και την αφοσίωση με την οποία ασκούσε τα καθήκοντα του. Για όσους συμμετέχουν τις ημέρες αυτές στους ναούς, η προσφορά των ιερέων και των ψαλτών είναι ανεκτίμητη και ο παππά- Μανώλης προβάλλει ως πρότυπο άξιου παππούλη…




Σχόλια

  1. Αχ, Εύη, τι περιγράφεις τόσο όμορφα και τι μου θυμίζεις! Ανάσταση σε τρία χωριά κάναμε με τον παπα-Παύλο τον πατέρα μου. Γυρίζαμε, θυμάμαι μεταμεσονύκτια βραχνιασμένοι, αλλά ικανοποιημένοι γιατί αξιωθήκαμε να επιτελέσουμε το χρέος μας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις