Μαμά, από κλίνες πώς πάμε;

Αργά χθες βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, γύρω στις 2 τα ξημερώματα, έχοντας μισοτελειώσει μεταφορά ενός νοικοκυριού από το υπόγειο στη σοφίτα του 3ου ορόφου, έχοντας ετοιμάσει το σπίτι και ένα δωμάτιο ξενώνα για άφιξη φίλων της μικρής κόρης το πρωί, έχοντας απλώσει τρία πλυντήρια, έχοντας ετοιμάσει ένα κέικ για πρωινό το οποίο φαγώθηκε για βραδινό(!) κι έχοντας τελικά κάνει μπάνιο μπας και χαλαρώσει το πολύπαθο κορμί μου, ακούω τη φωνή του γιου μου, άρτι αφιχθέντος από το περιβόητο River Party Νεστορίου: 

-Μαμά, από κλίνες πώς πάμε, υπάρχει τίποτε ελεύθερο;  

-Τι να σου πω παιδί μου, είναι ήδη εδώ η αδερφή σου με τον άντρα της, ο ξάδερφος από τη Θεσσαλονίκη και εμείς, περιμένουμε δυο άτομα το πρωί, φίλους της μικρής. Γιατί;

-Να, έχω φέρει δυο φϊλες από το Νεστόριο, έβρεξε κι έγινε χαμός στη σκηνή…

- Κοπιάστε, καλό μου, πάντα υπάρχουν παραπανίσια κρεβάτια, δόξα τω Θεώ… (Και τρέχω αλαφιασμένη να ντυθώ, να βρω κάτι να τρατάρω τα ταλαιπωρημένα κοριτσόπουλα, πάλι καλά δε μας βρήκαν εντελώς χάλια…)

Να μη σας τα πολυλογώ, ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα και το MOTEL γέμισε όμορφα νεαρά παιδιά κι εγώ θυμήθηκα τον τίτλο που μου απένειμε πριν λίγα χρόνια ένας από τα πολλά ανίψια: Η Θεία Νεολαία! Ντύθηκα λοιπόν τον τίτλο μου, ζώστηκα την ποδιά μου και χώθηκα στην κουζίνα μου να ετοιμάσω πρωινό για τα αγουροξυπνημένα νιάτα. Και να οι αφηγήσεις για το river party, και να οι αναμνήσεις και τα πειράγματα, χαλαρά, όπως τα νιάτα ξέρουν κι όπως η Θεία Νεολαία αγαπάει. 

Με είχε λοιπόν αποκαλέσει έτσι ο ανιψιός,  προφανώς γιατί στο σπίτι μας κάθε Αύγουστο, Χριστούγεννα, Πάσχα, κλπ μαζεύονταν ξαδέλφια και φίλοι από διάφορα μέρη, διανυκτέρευαν και διημέρευαν και διασκέδαζαν παρέα με τα δικά μου παιδιά, χωρίς να αγχώνομαι εγώ πώς θα τα ταΐσω, θα τα κοιμίσω, κλπ, ενώ αντίθετα διασκέδαζα ξενυχτώντας μαζί τους, προκαλώντας την απορία στις υπόλοιπες μαμάδες, πώς αντέχω και άλλα τέτοια. Πού να ήξεραν ότι αυτή ήταν μέγιστη χαρά για μένα, μιας και ξαναζούσα τα δικά μου παιδικά χρόνια, τότε που φωλιάζαμε στην αγκαλιά και στο σπίτι κάθε αγαπημένης θείας ή γιαγιάς και με τα δικά μου ξαδέρφια και φίλους ζούσαμε τότε το δικό μας όνειρο. Τότε που οι λατρεμένες θείες μας έλεγαν το φλυτζάνι προσπαθώντας να εκμαιεύσουν πληροφορίες για τους αγαπητικούς μας, τότε που τα αγόρια φορούσαν τις νυχτικιές μας γιατί είχαν ξεχάσει τις πυτζάμες τους και ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια, τότε που σηκώναμε τη θεία ξημερώματα να ανοίξει το κρεβάτι εκστρατείας για τους απρόσμενους επισκέπτες, τότε που φέρναμε στη μαμά μας ξαφνικά 3-4 φίλους κι εκείνη έβγαζε τη φρεσκοψημένη πίτα που εξαφανίζονταν στο λεπτό σαν το δικό μου κέικ… 

Μεγάλωσα, παρμεγάλωσα μάλλον, και αυτές οι αναμνήσεις με τρέφουν και με αναζωογονούν. Τώρα έγινα εγώ η θεία που λάτρευα, η θεία που δεν μπορεί δυστυχώς να πάρει ακριβά δώρα στα ανίψια της, αλλά λατρεύει να τα νταντεύει και να κάνει την παιδούλα μαζί τους, να πανηγυρίζει τις επιτυχίες τους στο πανεπιστήμιο, στις σπουδές τους, στη ζωή τους, να συμμετέχει στα πάρτυ τους, να οργανώνει εξορμήσεις μαζί τους... 

Τα σπίτια μας είναι σίγουρα ωραία όταν είναι καθαρά και περιποιημένα, με μπάνια αστραφτερά και σαλόνια καλοστρωμένα και κολλαρισμένα, αλλά σίγουρα είναι πολύ πιο όμορφα όταν είναι γεμάτα κόσμο, αγαπημένα πρόσωπα και κυρίως παιδιά!

Υ.Γ. Πολύ θα χαιρόμουν να μοιραζόμουν μαζί σας μια φωτογραφία με τους νεαρούς καλεσμένους μου, αλλά μετά από Θεία Νεολαία θα γίνω Θεία Boomer και αυτό δεν το βρίσκω τόσο τιμητικό…


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις