ΚΥΡΑ ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ VS ΚΥΡΑ ΑΛΕΞΙΑ
Μεσημέρι στο χωριό, ζέστη και απόλυτη ησυχία. Η γειτονιά άδεια από κόσμο, οι περισσότεροι φύγανε είτε για άλλα μέρη είτε για άλλο κόσμο, έμεινε η ομορφιά και η απλότητα μαζί με τη θλίψη της ερήμωσης. Και βέβαια το σύννεφο με τις χιλιάδες παιδικές αναμνήσεις σε κάθε γωνιά της γειτονιάς και του χωριού. Όποιος έχει περάσει παιδικά καλοκαίρια με τη γιαγιά στο χωριό, θα συμφωνήσει σίγουρα ότι καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο χώρο στις αναμνήσεις και στην καρδιά του.
Από το συρτάρι μια τέτοια ανάμνηση πετάχτηκε τώρα, της κυρά Χαρίκλειας στο πεζούλι της πόρτας της. Δεν μπορεί, θα είχατε και εσείς τέτοιες γειτόνισσες στο χωριό σας. Από εκείνες που σας ρωτούσαν κοιτώντας σας μέσα στην ψυχή: «Τίνος είσαι εσύ;» και συμπλήρωναν αμέσως μετά «Μάρ για το Θεό σ’, ίδιος ο παππούς σου ο Γιώργης είσαι! Τι φκιάν’ η μάνασ’;» και άλλα τέτοια γραφικά. Θυμάμαι που με ενοχλούσαν οι ερωτήσεις της, ειδικά όταν άρχισα να μεγαλώνω λίγο. Αλλά πάλι, δεν την παρεξηγούσα. Άλλωστε, έφτιαχνε τα πιο νόστιμα τηγανόψωμα και με κερνούσε αν με πετύχαινε, άσε που με φώναζε τέτοιον καιρό να ανεβώ στην κερασιά να φάω όσα κεράσια ήθελα! Συχνά, μας φώναζε μαζί με τούς φίλους μου να κάνουμε διάλειμμα πίνοντας μια παγωμένη σπιτική βυσσινάδα στην αυλή της. Τη λατρεύαμε εκείνες τις φορές, κι ας ξέραμε ότι ήθελε να μάθει τα πάντα για την ξαδέρφη που είναι έγκυος και τη θεια που χώρισε με τον Αμερικάνο… Κατά βάθος αγαπούσε όλον τον κόσμο και βοηθούσε πρώτη και καλύτερη σε κάθε ανάγκη, παρά τη μικρή σύνταξή της. Οι καλοσύνες της μετρούσαν ως αντίβαρο στη ζυγαριά, όταν την κατηγορούσαν ως κουτσομπόλα. Και ήταν τόσο πολλές, που η ζυγαριά έγερνε τέρμα προς το αντίβαρο!
Στο παραδίπλα σπίτι, η Κυρά Αλεξία, η «νυφαδιά από την Αθήνα», όπως την έλεγαν, κι ας ήταν από ένα μαχαλά κοντά στα Μέγαρα, εντελώς άθλιο και άσχημο, εκείνη στο χωριό είχε συστηθεί ως Αθηναία! Είχε και την τύχη να είναι κάπως καλοπιασμένος ο άντρας της, οδηγός στα πρώτα ΚΤΕΛ της περιοχής, και αυτό της έδινε άλλον αέρα. Δεν έβγαινε να κάθεται στο πεζούλι πλάι στην πόρτα της τα απογεύματα σαν τις άλλες γειτόνισσες, παρά καθότανε στο μπαλκόνι του πάνω ορόφου, κοιτάζοντας αφ’υψηλού τους γείτονες. Ήμουνα βέβαιη μικρή ότι θα είχε κάποιον πόνο στον αυχένα, έτσι που είχε πάντα το κεφάλι ψηλά! Αυτό που με προβλημάτιζε ήταν: αφού είχε πιο ωραίο σπίτι και μάλιστα με ομπρέλα για τον ήλιο στη βεράντα, γιατί καμιά φορά δε μας φώναζε να μας κεράσει κι εκείνη, έστω ένα αχλάδι, λίγα βύσσινα από τον κήπο… Και γιατί δε μας έπιανε ποτέ την κουβέντα, ούτε να ρωτήσει τίνος είμαστε, παρά μόνο μας φώναζε μην τυχόν ρίξουμε τη μπάλα στις τριανταφυλλιές της και σπάσουν και να μην πετάμε τα φλούδια από τα σπόρια στο δρόμο απ’ έξω… Το άλλο πάλι; Σχεδόν ποτέ δεν έμπαινε κόσμος στο σπίτι της, μόνο κάποια ξαδέρφη της Αθηναία που ερχότανε πού και πού και μιλούσαν πάντα χαμηλόφωνα στη βεράντα πίνοντας τσάι. Τσάι το καλοκαίρι στο χωριό! Εμείς κοροϊδεύαμε σαν παιδιά, νομίζαμε το κάνανε από τσιγκουνιά! Και δυο-τρεις φορές είχε έρθει και ο ταχυδρόμος με τη γυναίκα του να τους επισκεφθούν και κάθισαν ως αργά το βραδάκι έξω. Ήταν κάπως σπουδαίος κι εκείνος, «γραμματιζούμενος», όπως έλεγε η γιαγιά μου, και ξεχώριζε από τους άλλους χωριανούς.
Καμία σχέση με τις γύρω αυλές, που κάθε σούρουπο μαζεύονταν οι γειτόνισσες για το απαραίτητο κουτσομπολιό, με τα κεντήματα και τα πλεκτά στο χέρι για να μην πάει χαμένη η ώρα. Εγώ, που δε μου πολυάρεσαν τα παιχνίδια με το τρέξιμο και την κούραση, λάτρευα να τρυπώνω σε μια από τις αυλές εκείνες και να απολαμβάνω τις συζητήσεις των κυράδων… Είχε τόσο ενδιαφέρον! Οι άνθρωποι από τις πόλεις το παρεξηγούσαν εκείνο το κουτσομπολιό. Εγώ πάλι που το έζησα, ήξερα ότι δεν είχε κακία, δεν έσταζε φαρμάκι, παρά ήταν φυτεμένο στο DNA τους ως μέσο ψυχαγωγίας όταν δεν υπήρχαν social media και άλλες τέτοιες «αποδράσεις»… Στην ουσία γινόταν παρατηρήσεις, ανασκοπήσεις και καμιά φορά αναθεωρήσεις για τη μικρή κοινωνία του χωριού. Αλλά κακία δεν ένιωθες, αλήθεια σας λέω. Αντίθετα, ένιωθες ενδιαφέρον, προσφορά, αγάπη, μοίρασμα, αλληλοσυμπλήρωση με μπόλικη κανέλα από ζεστούς λουκουμάδες κάτι σαββατιάτικα απογεύματα και μπόλικη δροσιά από το υποβρύχιο που μας κερνούσαν. Από τότε που ζεστάθηκε η καρδιά μου πλάι τους, έμαθα να αποζητώ την παρέα κάθε κυρα-Χαρίκλειας και να τρομάζω στην παγωμάρα κάθε κυρα-Αλεξίας…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου