Στο άρμα πάνω

 Πώς μπόρεσες βρε άνθρωπε;

Εσύ που ιδρώτα έχυσες σε τόπο αφιλόξενο, με αφέντη δύσκολο…

Εσύ που άφησες στον ώμο σου να κλάψουν οι αδικημένοι και λόγια έψαξες παρηγοριάς να τους γιατρέψεις…

Εσύ που το ανάστημα κόντρα στην άσχημη εξουσία σήκωσες και με φωνή από τον πονεμένο σου λαιμό ενάντιά τους φώναξες…

Εσύ που – δίκαια – για τον αγώνα σου εκείνο, καμάρι κρυφό ντύθηκες… 

Πώς μπόρεσες, σαν το ‘φερε η ζωή και αμαξάς στο άρμα ανέβηκες, μεμιάς της έπαρσης τη φορεσιά να βάλεις; 

Πώς μπόρεσες εσύ αυλοκόλακες να ψάχνεις,  τη δόξα σου να λαχταράς να υμνούνε;

Πώς μπόρεσες εσύ, πίσω από πόρτες κλειστές, ιστούς που πνίγουν να υφαίνεις;

Πώς μπόρεσες με οργή φίλους παλιούς να διώξεις, γιατί με την εικόνα τους την ταπεινή τάχα του παλατιού σου τη λάμψη αμαυρώναν;

Πώς άντεξες γροθιά στο τραπέζι να χτυπήσεις, εσύ που από γροθιά δαρμένος κάποτε έτρεξες να κρυφτείς; 

Μα την αλήθεια, άνθρωπε, θαρρώ αρρώστια ή δαίμονας ή καημός μεγάλος τον νου σου σάλεψε, για οι αυλικοί στην κατηφόρα με τα σάλια τους σε σύρανε…

Αλλιώτεψες, άνθρωπε, και τ’ όνειρο να πας την άμαξα ψηλά νομίζω όνειρο θα μείνει… 



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις